πτεριδίνη

πτεριδίνη
η, Ν
(βιοχ.) ετεροκυκλική ένωση τής οποίας ο σκελετός ανευρίσκεται στις χρωστικές τών φτερών τής πεταλούδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pteridine (< πτερό + -id + -ine)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξανθοπτερίνη — η (βιοχ.) κοινή ονομασία τής δικυκλικής αρωματικής αζωτούχας οργανικής ένωσης 2 αμινο 4, 6 διυδροξυ πτεριδίνη …   Dictionary of Greek

  • πτερίνη — η, Ν συν. στον πληθ. οι πτερίνες (βιοχ.) γενική ονομασία μιας οικογένειας ενώσεων που προέρχονται από την πτεριδίνη και απαντούν στις χρωστικές τών φτερών τής πεταλούδας και στο φολικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pterin (< πτερό + …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”